changeable
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Alterable: P. μετακίνητος.
Fickle: P. εὐμετάβολος, ἀκατάστατος, P. and V. ἔμπληκτος, ἄπιστος, Ar. μετάβουλος, Ar. and P. ἀστάθμητος.
adj.
Alterable: P. μετακίνητος.
Fickle: P. εὐμετάβολος, ἀκατάστατος, P. and V. ἔμπληκτος, ἄπιστος, Ar. μετάβουλος, Ar. and P. ἀστάθμητος.