ἐξαγιάζω
English (LSJ)
assay, Gloss.; — Pass., of measures, to be fixed, Hero Stereom. 2.54.3.
Spanish (DGE)
1 metrol. equilibrar, contrastar en v. pas. ser contrastado, fijado ταῦτα ἐξαγιάσθησαν ... πραιτωρίων Hero Stereom.2.54.
2 fig. ponderar, comprobar ἐξαγιάσας σου τὸν ζυγὸν μηδαμῶς ἑτεροκλινοῦντα habiendo comprobado que no inclinas tu balanza a un lado u otro, e.d., eres persona imparcial Pall.V.Chrys.4.180, ἐξαγιάζω· examino, perpendo, Gloss.2.301.
German (Pape)
[Seite 861] abwägen, Sp.
Greek Monolingual
(I)
1. καθιστώ κάποιον ή κάτι άγιο, καθαγιάζω
2. μτφ. εξαγνίζω.
(II)
ἐξαγιάζω (Α)
1. εξετάζω, δοκιμάζω, ζυγίζω με σταθμά
2. παθ. (για μέτρα και σταθμά) είμαι καθορισμένος.