ἄποτμος
English (LSJ)
ον, unhappy, ill-starred, Il.24.388, Od.20.140; βοά A. Pers.280 (lyr.); πότμος ἄποτμος E.Hipp.1144 (lyr.): Comp. ἀποτμότερος Mosch. 4.11: Sup. ἀποτμότατος Od.1.219.
Spanish (DGE)
-ον
infortunado de pers. οἶτον ἀπότμου παιδός Il.24.388, ἀποτμότατος ... θνητῶν ἀνθρώπων Od.1.219, ὀϊζυρὸς καὶ ἄ. Od.20.140, ἀποτμότατος ... ξείνων Alex.Aet.3.32, ἀποτμότερος ζωώντων Mosch.4.11
•infortunado, de infortunio de abstr. βοά A.Pers.280, διοίσω πότμον ἄποτμον E.Hipp.1144, ἄ. φόνος ἕνεκ' Ἐρινύων E.Ph.1306.
German (Pape)
[Seite 331] unglücklich, elend, Hom. von Personen, Il. 24, 388 Od. 20, 140; Tragg. von Zuständen, z. B. Aesch. Pers. 272; superl. ἀποτμότατος Od. 1, 219.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
infortuné;
Cp. ἀποτμότερος, Sp. ἀποτμότατος.
Étymologie: ἀ, πότμος.
English (Autenrieth)
(πότμος): luckless, illstarred, Il. 24.388; sup. ἀποτμότατος, Od. 1.219.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἄποτμος: -ον, ατυχής, δυστυχής, κακόμοιρος, δύσμοιρος, σε Όμηρ., Αισχύλ., Ευρ.· συγκρ. -ότερος· υπερθ. -ότατος, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἄποτμος: несчастный, злополучный Hom., Aesch., Eur.
Middle Liddell
unhappy, ill-starred, Hom., Aesch., Eur.: —comp. -ότερος; Sup. -ότατος, Od.