ἔκμισθος
English (LSJ)
ον, receiving no pay, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no recibe sueldo Hsch.ε 1521.
2 subst. ὁ ἔ. arrendamiento, PVindob.Tandem 18.29 (IV/V d.C., cf. BL 9.368).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἔκμισθος: -ον, = ἀπόμισθος, «ἔκμισθοι· οἱ μισθὸν μὴ λαμβάνοντες» Ἡσύχ., πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λέξει ἀπόμισθος.