δυσγοήτευτος

Revision as of 19:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, hard to seduce by enchantments, Pl.R.413e.

Spanish (DGE)

-ον de pers. que no se deja seducir Pl.R.413e.

German (Pape)

[Seite 677] schwer zu betrügen, Plat. Rep. III, 413 e.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à tromper par du charlatanisme.
Étymologie: δυσ-, γοητεύω.

Greek (Liddell-Scott)

δυσγοήτευτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἐξαπατώμενος διὰ γοητείας, Πλάτ. Πολ. 413E.

Greek Monolingual

δυσγοήτευτος, -ον (Α)
αυτός που παρασύρεται δύσκολα από γοητείες.

Greek Monotonic

δυσγοήτευτος: -ον (γοητεύω), αυτός που δύσκολα γοητεύεται, αυτός που δεν ξεγελιέται εύκολα, από μαγεία, αυτός που δεν υπόκειται σε γοητεία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσγοήτευτος: не позволяющий себя морочить, не поддающийся обману Plat.

Middle Liddell

δυσ-γοήτευτος, ον γοητεύω
hard to seduce by enchantments, Plat.