καμινευτήρ

Revision as of 21:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, = καμινεύς (furnace-worker, smith, potter) ; αὐλὸς κ. the pipe of a smith's bellows, AP 6.92 (Phil.) ; — fem. καμινεύτρια Aristarch. ap. Eust. 1835.41, Hsch. s.v. καμινοῖ.

German (Pape)

[Seite 1317] ῆρος, ὁ, dasselbe; αὐλός, Schmelz-, Löthrohr, Philp. 76 (VI, 92).

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
qui attise le feu du fourneau, de la forge.
Étymologie: καμινεύω.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμῑνευτήρ: ῆρος, ὁ, καμινευτικός, αὐλὸς καμινευτήρ, ὁ σωλὴν φυσητηρίων χαλκέως, Ἀνθ. Π. 6. 92.

Greek Monotonic

κᾰμῑνευτήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ.· αὐλὸς κ., ο σωλήνας του φυσερού του σιδηρουργού, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰμῑνευτήρ: ῆρος adj. m воздуходувный: αὐλὸς κ. трубка кузнечного меха Anth.

Middle Liddell

κᾰμῑνευτήρ, ῆρος,
αὐλὸς κ. the pipe of a smith's bellows, Anth. [from κᾰμινεύω]