νιπτήρ

Revision as of 21:18, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (νίζω) washing-vessel, basin, Ev.Jo.13.5.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
vase pour laver les pieds.
Étymologie: νίπτω.

Greek (Liddell-Scott)

νιπτήρ: ῆρος, ὁ, (νίζω) ἀγγείον ἐν ᾧ νίπτεταί τις, λεκάνη, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιγ΄, 5.

English (Strong)

from νίπτω; a ewer: bason.

English (Thayer)

νιπτήρος, ὁ (νίπτω), a vessel for washing the hands and feet, a basin: John 13:5. (Ecclesiastical writings.)

Greek Monotonic

νιπτήρ: -ῆρος, ὁ (νίζω), αγγείο στο οποίο πλένει κάποιος τα χέρια του, λεκάνη, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

νιπτήρ: ῆρος ὁ таз для омовения NT.

Middle Liddell

νιπτήρ, ῆρος, ὁ, νίζω
a washing vessel, basin, NTest.

Chinese

原文音譯:nipt»r 你普帖而
詞類次數:名詞(1)
原文字根:洗(器皿)
字義溯源:大水罐,洗臉盆,盆;源自(νίπτω)*=洗淨)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編
1) 盆(1) 約13:5