ξενότιμος

Revision as of 21:38, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, honouring strangers, A.Eu.547 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 278] Gastfreunde od. Fremde ehrend, Aesch. Eum. 547.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui honore les hôtes ou les étrangers.
Étymologie: ξένος, τιμάω.

Greek (Liddell-Scott)

ξενότῑμος: -ον, ὁ τιμῶν τοὺς ξένους, Αἰσχύλ. Εὐμ. 546.

Greek Monolingual

ξενότιμος, -ον (Α)
αυτός που τιμά τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -τιμος (< τιμή), πρβλ. φιλό-τιμος].

Greek Monotonic

ξενότῑμος: -ον (τιμή), αυτός που προσφέρει τιμές σε ξένους, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ξενότῑμος: чтящий гостей или чужеземцев Aesch.

Middle Liddell

ξενό-τῑμος, ον, τιμή
honouring strangers, Aesch.