κρικοειδής
English (LSJ)
ές, ring-shaped, annular, Gal.14.715, Placit.1.3.18.
German (Pape)
[Seite 1509] ές, kreisförmig; ἀτόμων σχήματα Plat. plac. phil. 1, 3 g. E.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
κρικοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα κρίκου, Γαλην. 14, 715, Πλούτ. 2. 877Ε.
Greek Monolingual
ές (Α κρικοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα κρίκου («κρικοειδής χόνδρος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίκος + ειδής (< εἶδος)].
Russian (Dvoretsky)
κρῐκοειδής: кругообразный, округлый или кольцевидный (ἀτόμων σχήματα Plut.).