κελευσμός
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1415] ὁ, das Befehlen, der Befehl, οὐδὲν κελευσμοῦ δεῖ Eur. I. A. 1130, öfter.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
ordre, commandement.
Étymologie: κελεύω.
Greek (Liddell-Scott)
κελευσμός: ὁ, πρόσταγμα, παραγγελία, παράγγελμα, παρόρμησις, Εὐρ. Ι. Α. 1130, Κύκλ. 653.
Greek Monolingual
κελευσμός, ὁ (Α)
πρόσταγμα, παράγγελμα, προτροπή, παρόρμηση («οὐδὲν κελευσμοῦ δεῖ με», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Βλ. λ. κέλευσμα.
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
κελευσμός: ὁ Eur. = κέλευσμα 1.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελευσμός -οῦ, ὁ [κελεύω] bevel.