μελίτταινα

Revision as of 22:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, = μελισσοβότανον, Dsc.3.104:—also μελίττ-αιον, τό, Ps.- Dsc.ibid. Cf. μελίκταινα.

German (Pape)

[Seite 125] ἡ, = μελισσοβότανον, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
mélisse, plante.
Étymologie: μέλισσα.

Greek (Liddell-Scott)

μελίτταινα: ἡ, = μελισσοβότανον, Διοσκ. 3. 118.

Greek Monolingual

μελίτταινα και ποιητ. τ. μελίκταινα, ἡ (Α)
το μελισσοβότανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλιττα + κατάλ. -αινα (πρβλ. μολύβδαινα, φάλαινα)].