οἶστρος
English (LSJ)
ὁ, A gadfly, breese, prob. Tabanus bovinus, an insect which infests cattle, τὰς μέν τ' αἰόλος οἶ. ἐφορμηθεὶς ἐδόνησεν, ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ Od.22.300; of the fly that tormented Io, A.Supp.541(lyr.), Pr.567 sq. (lyr.) (also called μύωψ, ib.675, Supp.308: but the two are distinguished by Arist.HA490a20,596b14). 2 an insect that infests tunny-fish, prob. Brachiella thynni, ib.557a27,602a28. 3 a small insectivorous bird, perhaps Sylvia trochilus, ib.592b22. II metaph., a sting, anything that drives mad, κεραυνοῦ οἶ. E.HF862; οἴστροις Ἐρινύων Id.IT1456: abs., the smart of pain, agony, S.Tr.1254. 2 any vehement desire, insane passion, Hdt.2.93, E.Hipp.1300, Pl.R.577e, etc.; ὄρεξις μετὰ οἴστρου καὶ ἀδημονίας Epicur.Fr.483: c. gen. objecti, κτεάνων for wealth, AP11.389 (Lucill.): generally, madness, frenzy, S.Ant.1002, E.Or.791: pl., Id.Ba.665; μανιάδες οἶ. Id.IA548(lyr.). 3 in good sense, zeal, οἶ. εἰς πᾶν ἀγαθὸν ἔργον PMasp.3.13(vi A. D.). III a throw at dice, Eub.57.5.
German (Pape)
[Seite 313] ὁ (verwandt mit ὀϊστός), oestrus, die Bremse, die das Vieh verfolgt und plagt, ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ, Od. 22, 300; Plut. de discr. ad. et. am. 16 u. a. Sp.; Aesch. oft bei der in die Kuh verwandelten Io, Ἰὼ οἴστρῳ ἐρεσσομένα, Suppl. 536, οἴστρου δ' ἄρδις χρίει μ' ἄπυρος, Prom. 881. 566; daher Stich, Stachel, auch übertr. von heftigen Leidenschaften, πρὶν ἐμπεσεῖν σπαραγμὸν ἤ τιν' οἶστρον, Soph. Trach. 1244, κακῷ κλάζοντες οἴστρῳ καὶ βεβαρβαρωμένῳ, Ant. 989, Schol. μανίᾳ, von dem wüthenden, Unglück prophezeienden Geschrei der Vögel; oft Eur., σῆς γυναικὸς οἶστρον Hipp. 1300, μὴ θεαί μ' οἴστρῳ κατάσχωσι, Or. 789; sp. D., bes. von Liebesraserei, τινός, Add. 8 (VII, 51); Anacr. 31, 28. 59, 15; von Fischen, ἐπεάν σφεας ἐςίῃ οἶστρος κυΐσκεσθαι, Her. 2, 93; ὑπ' ἀνάγκης τε καὶ οἴστρου ἐλαύνεται, Plat. Phaedr. 240 d, vgl. Rep. IX, 577 e; οἶστρός τις κινεῖ σε ἐμφυόμενος ἐκ παλαιῶν ἀδικημάτων, Stachel, Legg. IX, 854 b; Sp., im plur. neben πτοῖαι καὶ φυγαί Plut. de prof. virt. sent. p. 262.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 taon, insecte;
2 p. ext. aiguillon ; piqûre ; transport de fureur, de douleur, de désir.
Étymologie: οἴσω ; cf. ὀϊστός ; lat. ir-a (Plaute eir-a).
Greek (Liddell-Scott)
οἶστρος: ὁ, ἔντομόν τι, εἶδος μυίας «βοϊδόμυια», Λατιν. asilus, πιθαν. Tabanus buvinus, ἔντομον ὅπερ καταδιώκει καὶ λυσσώδη διὰ τοῦ κεντήματος ποιεῖ τὰ κτήνη, τὰς μὲν τ’ αἰόλος οἶστρος ἐφορμηθεὶς ἐδόνησεν, ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ Ὀδ. Χ. 300· περὶ τῆς μυίας ἥτις ἐβασάνιζε τὴν Ἰώ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 541, Πρ. 567 κἑξ., ἥτις καλεῖται καὶ μύωψ, αὐτόθ. 675, Ἱκέτ. 308· ― ἀλλὰ διακρίνει αὐτὰς ὁ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 13., 8. 11, 1· πρβλ. καὶ ἐμπίς. 2) ἔντομόν τι ὅπερ καταδιώκει καὶ καταπονεῖ τὸν ἰχθὺν θύννον, αὐτόθι 5. 31, 8, 8. 19, 11. 3) εἶδος μικροῦ ἐντομοφάγου πτηνοῦ, εἶδος τροχίλου, ἴσως Sylvia trochilus, αὐτόθι 3. 8, 5. ΙΙ. μεταφορ., κέντρον, πᾶν ὅ,τι ἐρεθίζει εἰς μανίαν, οἶστρος κεραυνοῦ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 862· οἴστροις Ἐρινύων ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1456, πρβλ. Ὀρ. 791· ἀπολ., τὸ κέντημα ἀλγηδόνος, ἀγωνία, Σοφ. Τρ. 1254. 2) πᾶσα σφοδρὰ ἐπιθυμία, μανιώδης πόθος, ἔκφρον πάθος, Ἡρόδ. 2. 93, Εὐρ. Ἱππ. 1300, Πλάτ. Πολ. 577Ε, κτλ· μετὰ γενικ. ἀντικειμ., κτεάνων, πάθος πρὸς κτῆσιν πλούτου, Ἀνθ. Π. 11. 389· ― καθόλου, μανία, παραφροσύνη, Σοφ. Ἀντ. 1002, Εὐρ. Ὀρ. 791, Βάκχ. 665, κτλ· ἐν τῷ πληθ., μαινόμενοι οἶστροι Ι. Α. 548 (ἴδε οἰστράω).
English (Autenrieth)
gadfly, Od. 22.300†.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ οἶστρος)
1. μεγάλη μύγα, κυκλόρραφο έντομο, που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί γένος της οικογένειας οίστρίδες και του οποίου οι προνύμφες που εισδύουν στα διάφορα όργανα τών κατοικίδιων ζώων προκαλούν τις μυιάσεις και ιδίως τον λεγόμενο ίλιγγο του οίστρου που «ξετρελαίνει» τα προσβληθένα ζώα κν. σήμερα αλογόμυγα ή βοϊδόμυγα («τοῖς ταύροις τὸν οἶστρον ἐνδύεσθαι περὶ τὸ οὖς... καὶ τοῖς κυσὶ τὸν κρότωνα», Πλούτ.)
2. οτιδήποτε εξάπτει υπερβολικά, καθετί που οδηγεί σε τρέλα, παραφροσύνη («οἶστρός τις κινεῖ σε ἐμφυόμενος ἐκ παλαιῶν ἀδικημάτων», Πλάτ.)
3. διέγερση, παροξυσμός
4. μανία, τρέλα, παραφροσύνη
5. σφοδρή επιθυμία, παράφορο πάθος
νεοελλ.
1. κατάσταση ψυχικής ή πνευματικής έξαρσης, έμπνευση
2. βιολ. το σύνολο τών φυσιολογικών και ηθολογικών φαινομένων τα οποία προηγούνται, συνοδεύουν ή επακολουθούν της ωορρηξίας στις γυναίκες και στα θήλεα θηλαστικά, διάστημα κατά το οποίο το θηλυκό αναζητεί το αρσενικό και δέχεται τη σύζευξη
αρχ.
1. είδος εντόμων το οποίο καταδιώκει και καταπονεί το ψάρι τόνος
2. πλήγμα το οποίο προκαλεί ή επιφέρει πόνο ή αγωνία (α. «ὡς πρὶν ἐμπεσεῖν σπαραγμὸν ἤ τιν' οἶστρον», Σοφ.
β. «οὔτε γῆς σεισμὸς κεραυνοῦ τ' οἶστρος ὠδῑνας πνέων», Ευρ.)
3. ευγενής άμιλλα
4. είδος μικρού εντομοφάγου πτηνού
5. ρίψη κύβων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από το θ. της λ. οἴμα «βίαιη εφόρμηση», με επίθημα -τρος (πρβλ. κέσ-τρος, χύ-τρος) και η αρχική της σημ., επομένως, θα ήταν «αυτός που ωθεί, που διεγείρει». Ωστόσο, δεν μπορεί να εξακριβωθεί αν η λ. δήλωνε αρχικά τον δράστη (το έντομο που επιφέρει τρέλα, μανία) ή την ίδια την κατάσταση της παραφροσύνης. Η λ. έχει έναν παρλλ. τ. στη Λιθουανική: aistra «βίαιο πάθος». Η άποψη, τέλος, ότι η λ. συνδέεται με τη γλώσσα του Ησυχίου ἰστυάζει
ὀργίζεται, μέσω ενός ἰσ-τύ-ς, δεν θεωρείται πιθανή.
ΠΑΡ. αρχ. οιστρηδόν, οιστρήεις, οιστρώδης
αρχ.-μσν.
οιστρώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) οιστρήλατος
αρχ.
οιστροβολώ, οιστρογενέτωρ, οιστροδίνητος, οιστροδόνητος, οιστρομανής, οιστροπλάνεια, οιστροπλήξ, οιστροφόρος
μσν.
οιστροφόρητος
νεοελλ.
οιστρογόνος. (Β' συνθετικό) αρχ. πάροιστρος, φίλοιστρος.
Greek Monotonic
οἶστρος: ὁ,
I. έντομο, αλογόμυγα, Λατ. asilus, που παρενοχλεί τα ζώα του κοπαδιού, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
II. 1. μεταφ., τσίμπημα, κέντρισμα, οτιδήποτε μπορεί να οδηγήσει σε φρενίτιδα, μανία, σε Ευρ.· απόλ., το κέντρισμα του πόνου, αγωνία, σε Σοφ.
2. σφοδρή, τρελή επιθυμία, παράλογο πάθος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· γενικά, τρέλα, μανία, παραφροσύνη, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
οἶστρος: ὁ
1) зоол. слепень (предполож. Tabanus bovinus, не Oestrus) (αἰόλος Hom.; Ἰὼ οἴστρῳ ἐρεσσομένα Aesch.);
2) удар, поражение (κεραυνοῦ Eur.);
3) перен. мучительная страсть (γυναικός Eur.): οἶ. κυΐσκεσθαι Her. (у рыб) нерест; οἶ. κτεάνων Anth. страсть к богатству;
4) бешенство, ярость (Ἐρινύων Eur.);
5) острая боль Soph.;
6) эстр (род неизвестной птицы) Arst.
Middle Liddell
οἶστρος, ὁ,
I. the gadfly, breese, Lat. asilus, an insect which infests cattle, Od., Aesch.
II. metaph. a sting, anything that drives mad, Eur.: absol. the smart of pain, agony, Soph.
2. mad desire, insane passion, Hdt., Eur., etc.:—generally, madness, frenzy, Soph., Eur.