νηυσιπέρητος

Revision as of 22:53, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, v. ναυσιπέρατος.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ναυσιπέρατος.

Greek (Liddell-Scott)

νηυσιπέρητος: -ον, ἴδε ναυσιπέρατος.

Greek Monolingual

νηυσιπέρητος, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. ναυσιπέρατος.

Greek Monotonic

νηυσιπέρητος: -ον, βλ. ναυσιπέρατος.

Russian (Dvoretsky)

νηυσιπέρητος: ион. = ναυσιπέρατος.

Middle Liddell

νηυσιπέρητος, ον, [v. ναυσιπέρατος.]