πάροινος

Revision as of 22:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, A = παροινικός (drunk, inebriated), Pratin.Lyr.1.8. Lys.4.8, Antiph. 146, etc.; μάχαι πάροινοι Anacreont.40.12; τὸ σὸν πάροινον Men.Pk.444. Adv. παροίνως = drunkenly Poll.6.21. II = παροίνιος ΙΙ, ὄρχησις Ath. 14.629e.

German (Pape)

[Seite 525] = παροίνιος; ἄνθρωπος, Antiphan. bei Ath. X, 445 c; Lys. 4, 8; καὶ μέθυσος, Luc. Tim. 55; a. Sp.; μάχη, beim Wein, Anacr. 40, 12; λήρησις, Plut. Symp. 8 prooem. – Auch adv., Poll. 6, 21.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ivre.
Étymologie: παρά, οἶνος.

Greek (Liddell-Scott)

πάροινος: -ον, = παροινικός, Πρατίν. 1. 10, Λυσίας, 101. 20, Ἀντιφάν. ἐν «Λυδῷ» 1, κλ.· - Ἐπίρρ. -νως, Πολυδ. Ϛ΄, 21 ΙΙ. = παροίνιος ΙΙ, ὄρχησις Ἀθήν. 629Ε, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πάροινος· ἁμαρτωλός, μεθυστής. ὑβριστής, λοίδορος. ἔκλυτος».

English (Strong)

from παρά and οἶνος; staying near wine, i.e. tippling (a toper): given to wine.

English (Thayer)

πάροινον, a later Greek word for the earlier παροίνιος (παρά (which see IV:1) and οἶνος, one who sits long at his wine), given to wine, drunken: brawling, abusive).

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
ακόλαστοςπάροινος βασιλεία», Θεοφ. Σιμ.)
αρχ.
1. παροίνιος
2. οινοπότης, μέθυσος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πάροινον
η ιδιότητα του παροίνου, η παροινία.
επίρρ...
παροίνως Α
κατά τον τρόπο του παροίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + οἶνος (πρβλ. κάτ-οινος)].

Greek Monotonic

πάροινος: -ον, = παροινικός, Λυσίας κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάροινος -ον [παρά, οἶνος] dronken; subst. τὸ πάροινον dronken bui.

Middle Liddell

πάρ-οινος, ον, = παροινικός, Lys., etc.]

Chinese

原文音譯:p£roinoj 爬而-哀挪士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:在旁-酒
字義溯源:逗留於酒旁,因酒滋事,喝晬的,嗜酒的,濫用的,喧嚷的;由(παρά)*=旁,出於)與(οἶνος)*=酒)組成;其中 (οἶνος)或源自希伯來文(יַיִן‎)=酒,使興奮)
出現次數:總共(2);提前(1);多(1)
譯字彙編
1) 嗜酒(2) 提前3:3; 多1:7