πίθων

Revision as of 07:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, little ape, Babr.56.4: καλὸς π. παρὰ παισίν Pi.P.2.72, cf. Sostrat. ap. Eust.1665.53.

German (Pape)

[Seite 614] ὁ, = πίθηκος, Schmeichler, Pind. P. 2, 72; Sostrat. bei Eust.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
c. πίθηκος.

Greek (Liddell-Scott)

πίθων: ὁ, ὁ μικρὸς πίθηκος, Βάβρ. 56. 4· ἐν χρήσει ἐπὶ κόλακος Πινδ. Π. 2. 132, πρβλ. Σώστρατ. παρ’ Εὐστ. 1665. 53.

English (Slater)

πῐθων monkey καλός τοι πίθων παρὰ παισίν, αἰεὶ καλός (P. 2.72)

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, Α
1. μικρός πίθηκος, μαϊμουδάκι
2. κόλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του πίθ-ηκ-ος, με επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. δρόμ-ων, τρίβ-ων)].

Greek Monotonic

πίθων: ὁ, μικρός πίθηκος, σε Βάβρ.· λέγεται για τον κόλακα, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

πίθων: ωνος (ῐ) ὁ
1) обезьянка Babr.;
2) лукавец, льстец Pind.

Middle Liddell

πίθων, ονος, ὁ,
a little ape, Babr.; of a flatterer, Pind.