πεντάεθλος

Revision as of 07:59, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, poet. and Ion. for πένταθλος, -ον (q.v.).

French (Bailly abrégé)

v. πένταθλος.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάεθλος: πεντάεθλον, ποιητικ. καὶ Ἰων. ἀντὶ πένταθλος, ον.

English (Slater)

πεντᾰεθλος competitor in the pentathlon εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης μετὰ πενταέθλοις (N. 7.8)

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. και ιων. τ.) βλ. πένταθλος.

Greek Monotonic

πεντάεθλος: -άεθλον, ποιητ. και Ιων. αντί πένταθλος, -ον.