πολύκτητος
English (LSJ)
ον, of large possessions, wealthy, δόμοι E.Andr.769 (lyr.), v.l. in Sch.S.El. 508.
German (Pape)
[Seite 665] viel besitzend; δόμοι, Eur. Andr. 769; Luc. Fugit. 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. πολυκτήμων.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκτητος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ κτήματα, πλούσιος, Εὐρ. Ἀνδρ. 769.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλά κτήματα, μεγάλη περιουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κτητός (< κτῶμαι «αποκτώ»), πρβλ. αξιό-κτητος].
Greek Monotonic
πολύκτητος: -ον, αυτός που έχει πολλά και μεγάλα κτήματα, πλούσιος, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύκτητος -ον [πολύς, κτάομαι] rijk.
Russian (Dvoretsky)
πολύκτητος: очень богатый (δόμοι Eur.).