ποικιλμός
English (LSJ)
ὁ, elaboration, refinement, Epicur.Fr. 417(pl.); variegation, Plu.2.382c.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de varier, de diversifier.
Étymologie: ποικίλλω.
Greek (Liddell-Scott)
ποικιλμός: ὁ, = ποικιλία, Πλούτ. 2. 382C, 1088C.
Greek Monolingual
ὁ, Α ποικίλλω
1. λεπτή επεξεργασία
2. ποικίλος διάκοσμος, ποικιλία («ἡ Ὀσίριδος στολὴ οὐκ ἔχει... ποικιλμόν», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
ποικιλμός: ὁ
1) пестрота, узорчатость (sc. τῆς στολῆς Plut.);
2) различие, разнообразие Plut.