προσκτίζω
English (LSJ)
build or found besides, αὐτοῖς ἄλλην πόλιν Str.3.5.3; τὰς Θήβας τῇ Καδμείᾳ Id.9.2.3:—Pass., J.BJ5.4.2; ὄρει ib.3.7.7; τῶν προσεκτισμένων αὐτοῦ ἄλλων ἡμερῶν δύο the two additional festivaldays founded in his honour, Sammelb.7457.39 (Ptolemaic).
German (Pape)
[Seite 771] noch dazu bauen, gründen; Strab. 3, 5, 3; Tzetz. ad Lycophr. 838.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
προσκτίζω: κτίζω προσέτι, πόλιν Στράβ. 169˙ τὰς Θήβας τῇ Καδμείᾳ ὁ αὐτ. 401.
Greek Monolingual
Α
κτίζω
1. κτίζω ή ιδρύω επί πλέον («πόλιν δὲ... ᾤκουν παντάπασι μικράν, προσέκτισε δὲ αὐτοῖς... ἄλλην ἣν νέαν καλοῦσιν», Στράβ.)
2. παθ. προσκτίζομαι
καθιερώνομαι επί πλέον («τῶν προσεκτισμένων αὐτοῦ ἄλλων ἡμερῶν δύο», πάπ.).
Greek Monotonic
προσκτίζω: μέλ. -σω, χτίζω ή ιδρύω επιπλέον, πόλιν, σε Στράβ.