τετραγλώχις

Revision as of 09:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

-ινος, ὁ, ἡ, with four angles, square, καὶ σὺ -γλώχιν… Μαιάδος Ἑρμᾶ AP 6.334 (Leon.).

French (Bailly abrégé)

ινος (ὁ, ἡ)
à quatre pointes ; quadrangulaire.
Étymologie: τέσσαρες, γλωχίς.

Greek (Liddell-Scott)

τετραγλώχῑς: ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τέσσαρας γωνίας, τετράγωνος, Ἀνθ. Π. 6. 334.

Greek Monolingual

-ινος, ό, ἡ, Α
αυτός που έχει τέσσερεις γωνίες, τετράγωνος («καὶ σὺ τετραγλώχιν, μηλοσσόε, Μαιάδος Ἑρμᾱ», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -γλώχις (< γλωχίν «αιχμή, μύτη»), πρβλ. τρι-γλώχις].

Greek Monotonic

τετραγλώχῑς: -ῖνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει τέσσερις γωνίες, τετράγωνος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τετραγλώχῑς: ῑνος adj. четырехконечный, т. е. четырехгранной формы (Ἑρμῆς Anth.).

Middle Liddell

τετρα-γλώχῑς, ῑνος, ὁ, ἡ,
with four angles, square, Anth.