ἐξεγγύησις

Revision as of 15:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

εως, ἡ, giving of bail or surety, esp. to take one out of prison, -ησιν ποιεῖν D.24.77.

German (Pape)

[Seite 874] ἡ, die Bürgschaft, bes. um Einen von der Hast zu befreien, Dem. 24, 77; vgl. Meier att. Proceß p. 521.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
caution, garantie.
Étymologie: ἐξεγγυάω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεγγύησις: -εως, ἡ, ἐγγύησις ὑπέρ τινος, κυρίως ὅπως ἀπολυθῇ ἐκ τῆς εἱρκτῆς, «τὸ ἐξελέσθαι τινὰ δι’ ἐγγυητῶν καταστάσεως· Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ Τιμοκράτους (725. 10)» Ἁρποκρ.

Greek Monolingual

ἐξεγγύησις, η (Α) εξεγγυώ εγγύηση για να αποφυλακιστεί κάποιος.

Greek Monotonic

ἐξεγγύησις: -εως, ἡ, παροχή εγγύησης, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξεγγύησις: εως ἡ взятие на поруки, поручительство Dem.

Middle Liddell

ἐξεγγύησις, εως [from ἐξεγγυάω n
a giving of bail, Dem.

English (Woodhouse)

bailing out