ὁπλάριον

Revision as of 18:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dim. of ὅπλον, IG11(2).190 A23 (Delos, iii B. C.), Supp.Epigr.4.447.44(Didyma, ii B. C.), Plu.Flam.17, IGRom.4.1318 (Tamasus, Lydia).

German (Pape)

[Seite 359] τό, dim. von ὅπλον, bes. kleiner Schild, Plut. Flam. 17.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite arme.
Étymologie: ὅπλον.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπλάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ ὅπλον, Πλουτ. Φλαμ. 17.

Greek Monolingual

ὁπλάριον, τὸ (Α) όπλο
μικρό όπλο.

Greek Monotonic

ὁπλάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του ὅπλον, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ὁπλάριον: (ᾰ) τό небольшой щит Plut.

Middle Liddell

ὁπλᾰ́ριον, ου, τό, [Dim. of ὅπλον, Plut.]