ὑπερωέω

Revision as of 18:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

start back, recoil, Il.8.122,314, 15.452.

German (Pape)

[Seite 1204] zurückgehen, weichen, Il. 8, 121. 314. 15, 452.

French (Bailly abrégé)

-ωῶ;
reculer, rétrograder.
Étymologie: ὑπό, ἐρωέω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερωέω: ἀναπηδῶ ὀπίσω, ὀπισθοχωρῶ, ὑπερώησαν δὲ οἱ ἵπποι, «ὑπεχώρησαν» Ἀπολλ. ἐν Λεξ. Ὁμ., Φώτ., Σουΐδ., «ὑπανεχώρησαν» Ἡσύχ., «ἀνεπόδισαν» (Εὐστ.), Ἰλ. Θ. 122, 314., Ο. 452.

English (Autenrieth)

only aor., ὑπερώησαν, started back. (Il.)

Greek Monolingual

Α
τραβιέμαι πίσω, αποσύρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐρωῶ, -έω «ρέω, αναβλύζω, υποχωρώ, αποσύρομαι, εγκαταλείπω»].

Greek Monotonic

ὑπερωέω: μέλ. -ήσω, ξεκινώ για την επιστροφή, πηδώ προς τα πίσω, οπισθοχωρώ, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερωέω: отступать, пятиться: ὑπερώησαν οἱ ἵπποι Hom. кони отпрянули назад.

Middle Liddell

fut. ήσω
to start back, recoil, Il.