ῥευμάτιον

Revision as of 18:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

τό, Dim. of A ῥεῦμα 111, Arist. Pr.901a3. 2 rivulet, Plu.Thes.27.

German (Pape)

[Seite 838] τό, dim. von ῥεῦμα, Flüßchen, Plut. Thes. 27.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit cours d’eau, ruisseau.
Étymologie: dim. de ῥεῦμα.

Greek (Liddell-Scott)

ῥευμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ῥεῦμα, παταμίσκος, ῥυάκιον, Ἀριστ. Προβλ. 11, 18, Πλουτ. Θησ. 27.

Greek Monolingual

τὸ, Α ῥεῦμα, -ατος
1. καταρροή ελαφράς μορφής
2. μικρό ρεύμα, ρυάκι («ταφῆναι παρὰ τὸ ῥευμάτιον», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ῥευμάτιον: τό, υποκορ. του ῥεῦμα, ποταμάκι, ρυάκι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ῥευμάτιον: (ᾰ) τό [demin. к ῥεῦμα поток, ручей Arst., Plut.

Middle Liddell

ῥευμάτιον, ου, τό, [Dim. of ῥεῦμα
a rivulet, Plut.