Πυθιονίκης

Revision as of 20:01, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

[ῑ], ου, Dor. Πυθιονίκᾱς, α, ὁ, A conqueror in the Pythian Games, Pi.P.9.1, Hdt.8.47, PLond.3.1178.67 (ii A.D.), Hld.5.19:—fem. Πῡθιο-νίκη, ἡ, pr.n. of a ἑταίρα, afterwards deified as Π. Ἀφροδίτη, Python 1.8, Antiph.26.20, Timocl.17, Philem.16, Theopomp.Hist.244,245, Paus.1.37.2; called Πυθονίκη in D.S.17.108, Plu.Phoc.22 (so, of another woman, IG3.3823). II Πυθιονίκη = Pythian victory, Hld.5.19.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
vainqueur aux jeux Pythiques.
Étymologie: Πύθιος, νικάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Πυθιονίκης -ου, ὁ, Dor. Πυθιονίκας overwinnaar bij de Pythische spelen.

Russian (Dvoretsky)

Πῡθιονίκης: ου (νῑ) ὁ победитель в Пифийских состязаниях Pind., Her.

Greek Monotonic

Πῡθιονίκης: [ῑ], -οῦ, ὁ (νικάω), νικητής στους Πυθικούς αγώνες, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

Πῡθιονίκης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ νικητὴς ἐν τοῖς Πυθικοῖς ἀγῶσι, Πινδ.. Π. 9. 1, Ἡρόδ. 8. 47· - Πυθιονίκη, ἡ, Ἀντιφάν. ἐν «Ἁλιευομένῃ» 20, κ. ἀλλ.

Middle Liddell

Πῡθῑο-νίκης, ου, ὁ, νικάω
a conqueror in the Pythian Games, Pind.