κυλλός

Revision as of 20:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

ή, όν, A club-footed and bandy-legged, opp. βλαισός, Hp. Art.53, cf. 62; κ. πούς ib.53, Ar.Av.1379. 2 generally, deformed, contracted, κ. οὖς Hp.Art.40; crippled in the arm, κ. ἠκόντιζεν ἀμείνονα AP11.84 (Lucill.), cf. Ev.Matt.15.30, Gal.UP1.17, al.; ἔμβαλε κυλλῇ (sc. χειρί) put into a crooked hand, i.e. with the fingers crooked like a beggar's, to catch an alms, Ar.Eq.1083, cf. Sch.adloc. 2 of things, crooked, κ. κυκλάς PLond.3.776.10 (vi A.D.). II κυλλά, τά, choliambi, Herod.8.79.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 courbé;
2 tortu, déformé.
Étymologie: R. Κυρ, Κυλ, être courbé ; cf. κοῖλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυλλός -ή -όν krom, misvormd (van personen en lichaamsdelen).

Russian (Dvoretsky)

κυλλός: кривой, хромой (πούς Arph.). - см. тж. κυλλή.

English (Strong)

from the same as κυλιόω; rocking about, i.e. crippled (maimed, in feet or hands): maimed.

English (Thayer)

κυλλή, κυλλόν (akin to κύκλος, κυλίω, Latin circus, curvus, etc.; Curtius, § 81);
1. crooked; of the members of the body (Hippocrates, Aristophanes av. 1379): as distinguished from χωλός, it seems to be injured or disabled in the hands (but doubted by many), Tr marginal reading brackets κυλλούς and WH read it in marginal reading only).
2. maimed, mutilated (οὕς, Hippocrates, p. 805 (iii., p. 186, Kühn edition)): Mark 9:43.

Greek Monolingual

κυλλός, -ή, -όν (AM)
αυτός που έχει παραμορφωμένο το ένα του χέρι
αρχ.
1. αυτός που έχει κάποιο ελάττωμα στο ένα ή και στα δύο του πόδια, κυρίως πόδια που λυγίζουν προς τα έξω από αρθρίτιδα
2. γεν. στρεβλός, παραμορφωμένος («κυλλὸν οὖς», Ιπποκρ.)
3. (για πράγμα) αγκυλωτός, στρεπτός
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κυλλά
(μετρ.) οι χωλίαμβοι
5. φρ. «ἔμβαλε κυλλῇ» (ενν. χειρί)
βάλε στο κοίλο του χεριού, στη χούφτα του τεντωμένου και με τα δάκτυλα κυρτωμένα χεριού, όπως του επαίτη που ζητεί ελεημοσύνη (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εμφανίζει θ. κυλ- (πρβλ. κυλίνδω) και ανάγεται στην ΙΕ ρίζα (s)kel- «στρέφω, στηρίζω, κυρτός». Συνδέεται πιθ. με τη γλώσσα του Ησύχ. κελλόν- στρεβλόν, πλάγιον, καθώς και με αρχ.-ινδ. kuni- «παράλυτος στα χέρια»].

Greek Monotonic

κυλλός: -ή, -όν, κουτσός, παράλυτος, χωλός, κυρίως λέγεται για στρεβλά πόδια από ασθένεια, σε Αριστοφ.· ἔμβαλε κυλλῇ (ενν. χειρί), του έβαλε σε παράλυτο-κουλό χέρι, δηλ. με τα δάχτυλα κυρτωμένα, όπως σε ζητιάνου, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κυλλός: -ή, -όν, ὁ ἔχων βεβλαμμένους τοὺς πόδας, χωλός, κυρίως ἐπὶ ποδῶν κεκαμμένων πρὸς τὰ ἐκτὸς διὰ νόσον, ἀντίθ. τῷ βλαισός, Ἱππ. π. Ἄρθ. 820, πρβλ. 819Β, 827Ε· μηρὸς κυλλότερος 822Β· κ. ποὺς 821Β, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1379· κ. οὖς Ἱππ. 805Η. ἴδε Foës. Oecon. ― ἔμβαλε κυλλῇ (δηλ. χειρί), βάλε εἰς τὸ κοῖλον τῆς χειρός, ἢ κατ’ ἄλλους εἰς τὸ «κουλλὸν χέρι», Ἀριστοφ. Ἱππ. 1083, πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: deformed, crippled, crooked in hand and foot etc.' (IA.).
Compounds: as 1. member in κυλλο-ποδίων (voc. -ον) adjunct of Hephaistos with crippled feet, hinker (Il.), from κυλλό-πους id. (hell.) after the nouns in -ίων (Schwyzer 487).
Derivatives: κυλλόομαι, -όω be crippled (Hp., Gal.) with -ωσις, -ωμα; κυλλαίνω intr. id. (S., Ph.). Also κύλλαιος βόστρυχος H.? (Grošelj Živa Ant. 3, 202).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [928] *(s)kel- bend, crook
Etymology: Prob. with κελλόν στρεβλόν, πλάγιον H. (s. κελλάς s. v.) connected; [the -υ- in κυλίνδω does not belong here]. (The adduced Skt. kuṇi- lame of an arm and even more kuṇḍá- n. jar do not belong here, s. Mayrhofer Wb. s. v.) The form is recently explained by B. Vine, Comp. Indogerm. (1999) 566 from *kol-i̯ó- (according to a variant of Cowgill's law of ο > υ). Pok. 928; cf. also on κυρτός. Or is the word rather Pre-Greek; cf. Fur. 354 n. 55.

Middle Liddell

κυλλός, ή, όν
crooked, crippled, properly of legs bent outwards by disease, Ar.:— ἔμβαλε κυλλῇ (sc. χειρί) put into a crooked hand, i. e. with the fingers crooked like a beggar's, Ar.

Frisk Etymology German

κυλλός: {kullós}
Meaning: verkrüppelt, verstümmelt an Hand und Fuß (ion. att.);
Composita: als Vorderglied in κυλλοποδίων (Vok. -ον) Beiw. des Hephaistos mit verkrüppeltem Fuß, Hinker (Il.), aus κυλλόπους ib. (hell.) nach den Nomina auf -ίων erweitert (Schwyzer 487).
Derivative: κυλλόομαι, -όω verkrüppeln (Hp., Gal.) mit -ωσις, -ωμα; κυλλαίνω intr. ib. (S., Ph.). — Auch κύλλαιος· βόστρυχος H.? (Grošelj Živa Ant. 3, 202).
Etymology: Wohl mit κελλόν· στρεβλόν, πλάγιον H. (s. κελλάς) irgendwie zusammenhängend; das -υ- auch in κυλίνδω. Die zur Erklärung davon herangezogenen aind. kuṇi- lahm am Arm und noch mehr kuṇḍá- n. Krug sind unzuverlässige Zeugen, s. Mayrhofer Wb. s. v. Über die angenommene weitere Beziehung zu (s)qel- biegen, krumm s. WP. 2, 597 f., Pok. 928, W.-Hofmann s. colubra; vgl. noch zu κυρτός.
Page 2,47

Chinese

原文音譯:kullÒj 去羅士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:殘廢的
字義溯源:跛殘的,殘廢的,跛的,有殘疾的,殘疾的,殘肢的,跛足的,缺肢體的;源自(κυλίω)=轉,打滾);而 (κυλίω)出自(κῦμα)=巨浪), (κῦμα)出自(κυρόω)X*=彎,大浪)。參讀 (κυλίω)同源字參讀 (ἀνάπειρος)同義字
出現次數:總共(4);太(3);可(1)
譯字彙編
1) 你缺了肢體(1) 可9:43;
2) 殘肢的(1) 太18:8;
3) 殘疾的(1) 太15:31;
4) 有殘疾的(1) 太15:30