σιγάω
English (LSJ)
Dor. 2sg. A σιγῇς Ar.Ach.778; Cyrenaic inf. σιγέν Berl.Sitzb. 1927.170; 1sg. opt. σιγῷμ(ι) E.Hipp.336: fut. σιγήσομαι S.OC113, 980, E.Ba.801, Ar.Av.1684, etc.; later -ήσω AP9.27 (Arch. or Parmen.), D.Chr.37.42, Charito 1.10: pf. σεσίγηκα Aeschin.3.218:— Pass., fut. σιγηθήσομαι E.IT1076; σεσιγήσομαι Pl.Ep.311c: aor. ἐσιγήθην E.Supp.298, Aeschin.2.86: pf. σεσίγημαι (v. infr.): (σιγή):— keep silence, used by Hom. only in imper. σίγα, hush! be still! Il.14.90, Od.17.393; σιγᾶν h.Merc.93, Hdt.8.61,110; but freq.in Pi., Trag., and Att., as Pi.N.10.29, A.Pr.200, etc.; σ. περί τινος E.Hipp.312; πρὸς οὓς δεῖ Pl.Phdr.276a; πρὸς τοῦτο, ἐν τούτῳ, X.Cyr.5.5.20, An.5.6.27. 2 metaph. of things, σιγῶν δ' ὄλεθρος καὶ μέγα φωνοῦντ' . . ἀμαθύνει A.Eu.935 (anap.); σύριγγες οὐ σιγῶσιν Id.Supp.181; σίγησε δ' αἰθήρ E.Ba.1084; σ. πόντος, σ. ἀῆται, ἁ δ' ἐμὰ οὐ σ. ἀνία Theoc.2.38:—in E.Fr.781.13, τὰ σιγῶντ' ὀνόματ' . . δαιμόνων seems to be = τὰ ἄρρητα, secret, mystical:—Pass., μέμψομαι σιωπὴν ὡς ἐσιλγήθη κακῶς I shall impute as a fault that silence was kept, Id.Supp.298; also τί σεσίγηται δόμος Ἀδμήτου; why is it all silent? Id.Alc.78; σιγῶντα λέγειν, λέγοντα σιγᾶν, phrases illustrating a logical fallacy, Pl.Euthd. 300b, Arist.SE166a13. II trans., hold silent, keep secret, Pi.Fr. 81, A.Pr.106,441, Ag.36, Hdt.7.104 (s.v.l.), etc.:—Pass., to be kept silent or secret, σεσιγαμένον χρῆμα Pi.O.9.103; ὁ θάνατος . . ἐσιγήθη Hdt.5.21; σιγώμενος S.Fr.653; ἐσιγάθη δ' ἂν ὑφορβός would never have been heard of, Theoc.16.54.
German (Pape)
[Seite 878] fut. σιγήσομαι, Soph. O. C. 113. 984, Eur. Phoen. 915 u. öfter, Ar. Pax 102 u. sonst, – schweigen, nicht von Etwas reden, es nicht mittheilen (vgl. σιωπάω); Hom., der aber nur den imper. σίγα, schweig! still! braucht, Il. 14, 90 Od. 17, 393. 19, 42; bei Folgdn theils intrans., theils c. accus., verschweigen, u. dah. pass.; σιγᾷ οἱ στόμα, Pind. N. 10, 29; σεσιγαμένον χρῆμα, Ol. 9, 103; u. Tragg.: οὔτε σιγᾶν, οὔτε μὴ σιγᾶν τύχας οἷόν τέ μοι τάσδ' ἐστί, Aesch. Prom. 106; σιγᾶν θ' ὅπου δεῖ καὶ λέγειν τὰ καίρια, Ag. 575; σιγᾶν ἄνωγα, Soph. El. 1450; σιγᾶν καὶ κρύπ τειν νόσον, Eur. Hipp. 394; ῥητὸν ἢ σιγώμενον, I. T. 938; τί σεσίγηιαι δόμος Ἀδμήτου; Alc. 79; ἐξ ἐμοῦ γε πάντα σιγηθήσεται, I. T. 1076; Hipp. 1430; Ar. oft; u. in Prosa: ὁρᾷς, ὅτι σιγᾷς καὶ οὐκ ἔχεις εἰπεῖν, Plat. Apol. 24 d; σιγῶν καὶ ἡσυχίαν ἄγων, 37 e; μηδὲ σιγῶντα, ἀλλὰ θορύβου μεστά, Legg. IX, 876 b; οὐδ' εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον σιγηθήσεται, Ep. II, 310 e; καὶ οἱ λόγοι οεσιγήσονται, 311 b; σιγήσας ἡνίκ' έδει λέγειν, Dem. 18, 189; σεσίγηται τὸ κάλλιστον κήρυγμα, ist verstummt, Aesch. 3, 4; auch = aufhören zu reden; u. bei Sp. überh. aufhören, ruhen, σιγῶσι δ' όίστοί, Tryph. 428.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἐσίγων, f. σιγήσομαι, réc. σιγήσω, ao. ἐσίγησα, pf. σεσίγηκα;
Pass. f. σιγηθήσομαι, ao. ἐσιγήθην, pf. σεσίγημαι;
I. intr. se taire, garder le silence : σίγα silence ! tais-toi ! σιγᾶν περί τινος se taire au sujet de qch ; πρός τινα à l'égard de qqn ; πρός τι à l'égard de qch ; σιγᾶν σιώπην EUR garder le silence, rester silencieux;
II. tr. 1 taire, garder secret, acc. ; Pass. être tu, être gardé secret;
2 rendre silencieux ; Pass. devenir silencieux.
Étymologie: σιγή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σῑγάω [σῖγα] Hom. alleen imperat. praes. σίγα; praes. opt. σιγῷμι, Dor. praes. 2 sing. σιγῇς; Dor. conj. aor. σιγάσω; Dor. aor. pass. 3 sing. ἐσιγάθη, poët. 3 plur. ἐσίγαθεν, ptc. σιγαθείς; Dor. perf. med.-pass. σεσῑγᾱμένος intrans. zwijgen:; πρὸς τοῦτο ἐσίγα als reactie daarop zweeg hij Xen. Cyr. 5.5.20; overdr. zich rustig houden:; σιγῇ μὲν πόντος, σιγῶντι δ’ ἀῆται de zee is rustig, de winden zwijgen Theocr. Id. 2.38; perf. med.-pass. stil zijn:. τί σεσίγηται δόμος Ἀδμήτου; waarom is het huis van Admetus in stilte gehuld? Eur. Alc. 78. met acc. verzwijgen, stil houden:. τά δ’ ἄλλα σιγῶ over de rest zwijg ik Aeschl. Ag. 36; ὁ τῶν Περσέων τούτων θάνατος ἐσιγήθη de dood van die Perzen werd stil gehouden Hdt. 5.21.2.
Russian (Dvoretsky)
σῑγάω: (fut. σιγήσομαι - поздн. Anth. σιγήσω; pass.: fut. σιγηθήσομαι, aor. ἐσιγήθην - дор. ἐσιγάθην с ᾱ)
1) молчать, безмолвствовать: σ. πρός τινα Plat. молчать перед кем-л.; σ. περί τινος Eur., πρός и ἔν τινι Xen. молчать насчет чего-л.; σ. σιωπήν Eur. хранить молчание; σιγῶν καὶ ἡσυχίαν ἔχων Plat. в молчании и спокойствии;
2) умалчивать, обходить молчанием (τι Her., Pind., Aesch.): ὁ τούτων θάνατος ἐσιγήθη Her. гибель этих (персов) была сохранена в тайне (точнее была окружена молчанием); χρῆμα σεσιγαμένον Pind. или σιγώμενον Eur. тайное дело, тайна;
3) приводить к молчанию, заставлять умолкнуть: τί σεσίγηται δόμος Ἀδμήτου; Eur. почему умолк (или безмолвствует) дом Адмета?
English (Slater)
ςῑγάω (σιγᾷ; σιγῷμι; σιγάτω; σιγᾶν: pass. σιγαθέν: σεσιγαμένον.)
a abs., be silent καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι (N. 5.18)
b c. acc., keep silent about ἄνευ δὲ θεοῦ σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον (O. 9.103) Ζεῦ πάτερ, τῶν μὰν ἔραται φρενί, σιγᾷ οἱ στόμα (N. 10.29) μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν μηδὲ τούσδ ὕμνους (I. 2.44) τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad Δ. 2. θνᾴσκει δὲ σιγαθὲν καλὸν ἔργον (Barnes: δ' ἐπιταθὲν codd.) fr. 121. 4.
English (Strong)
from σιγή; to keep silent (transitively or intransitively): keep close (secret, silence), hold peace.
English (Thayer)
σίγω; 1st aorist ἐσίγησα; perfect passive participle σεσιγημενος; (σιγή); from Homer down; to keep silence, hold one's peace: L T Tr WH; (to be kept in silence, be concealed, ἡσυχάζω.)
Greek Monotonic
σῑγάω: μέλ. -ήσομαι, μεταγεν. -ήσω· παρακ. σεσίγηκα — Παθ., μέλ. σιγηθήσομαι, αόρ. αʹ ἐσιγήθην, παρακ. σεσίγημαι·
I. είμαι σιωπηλός ή ήσυχος, τηρώ σιγή, σιγώ, σωπαίνω, σε Ηρόδ., Αττ.· σίγα, σιωπή! μείνε ήσυχος! σε Όμηρ. — Παθ., τί σεσίγηται δόμος, γιατί είναι τόσο ήσυχο το σπίτι; σε Ευρ.
II. μτβ., παραμένω σιωπηλός, κρατώ κάτι μυστικό, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., τηρούμαι στη σιγή ή κρατούμαι μυστικός, αποσιωπούμαι, αποκρύπτομαι, Λατ. taceri, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· ἐσιγήθη σιωπή, τηρήθηκε σιγή, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
σῑγάω: μέλλ. -ήσομαι παρὰ τοῖς δοκίμοις, οἷον Σοφ. Ο. Κ. 113, 980, Ευρ. Βάκχ. 880, κτλ.· παρὰ μεταγεν. -ήσω Ἀνθ. Π. 9. 27, Δίων Χρ. (πρβλ. σιωπάω)· -πρκμ. σεσίγηκα Αἰσχίν. 85. 9. - Παθ., μέλλ. σιγηθήσομαι Εὐρ. Ι.Τ. 1076· σεσιγήσομαι Πλάτ. Ἐπιστ. 311C· ἀόρ. ἐσιγήθην Εὐρ. Ἱκέτ. 298, Αἰσχίν. 39. 28· πρκμ. σεσίγημαι, ἴδε κατωτ.· (σιγή). Εἶμαι σιωπηλὸς ἢ ἥσυχος, σιωπῶ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τῇ προστ. σίγα, σιώπα, ἡσύχαζε! Ἰλ. Ξ. 90, Ὀδ. Ρ. 203· σιγᾶν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 93, Ἡρόδ. 8. 61, 110· ἀλλὰ συχν. παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 10. 53, Αἰσχύλ. Πρ. 198, κτλ.· σ. περί τινος Εὐρ. Ἱππ. 312, πρός τινα Πλάτ. Φαῖδρ. 276Α· πρός τι, ἔν τινι Ξεν. Κύρ. 5. 5, 20, Ἀνάβ. 5. 6, 27. 2) μεταφορ. ἐπὶ πραγμάτων, σιγῶν δ’ ὄλεθρος καὶ μέγα φωνοῦντ’.. ἀμαθύνει Αἰσχύλ. Εὐμ. Βάκχ. 1084· σ. πόντος, σ. ἀῆται, ἁ δ’ ἐμὰ οὐ σ. ἀνία Θεόκρ. 2. 38· - ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 781. 13, τὰ σιγῶντ’ ὀνόματ’ .. δαιμόνων φαίνεται ὅτι εἶναι = τὰ ἄρρητα, μυστικά, μυστηριώδη. - Παθ., μέμψομαι σιωπήν ὡς ἐσιγήθη κακῶς, ἔνθα τῷ σιωπὴ ἐσιγήθη ἐλήφθη ἔκ τινος συντάξεως τοῦ ἐνεργ, μετὰ συστοίχ. αἰτ., σιγᾶν σιωπὴν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 298· ὡσαύτως, τί σεσίγηται δόμος Ἀδμήτου; διὰ τί ὑπάρχει σιωπή..; σχεδὸν ὡς τὸ τί σιγᾷ; ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 78. Ἴδε τὸ σόφισμα ὅπερ προκύπτει ἐκ τῆς χρήσεως τοῦ σιγᾶν ἐν σχέσει πρὸς τὸν λόγον καὶ ἐν σχέσει πρὸς τὸν ἦχον, Πλάτ. Εὐθύδ. 300Β, Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 4. 4. ΙΙ. μεταβ., σιωπῶ τι, φυλάττω τι μυστικόν, Ἡρόδ. 7. 104, Πίνδ. Ἀποσπ. 49, Αἰσχύλ. Πρ. 106, 441, Ἀγ. 36, κτλ. - Παθ., τηροῦμαι ἐν σιγῇ ἢ μυστικός, Λατ. taceri, σεσιγαμένον χρῆμα Πινδ. Ο. 9. 156 (ἴδε ἐν λ. σκαιὸς ΙΙ. 2)· ὁ θάνατος.. ἐσιγήθη Ἡρόδ. 5. 21· σιγώμενος Σοφ. Ἀποσπ. 585, Εὐρ., Πλάτ., κλπ. -Ὁ κανὼν καθ’ ὃν τὸ σιγάω εἶναι ἀείποτε ἀμετάβ., ἐν ᾧ τὸ σιωπάω εἶναι καὶ μεταβ., ἐπαρκῶς ἀναιρεῖται ἐκ τῶν παραδειγμάτων τῶν μνημονευομένων ἐν ἑκατέρᾳ λέξει· πρβλ. τὸ Λατ. sileo, taceo, ὧν ἑκάτερον κεῖται ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν ἐννοιῶν.
Middle Liddell
I. to be silent or still, to keep silence, Hdt., attic; σίγα, hush! be still! Hom.:—Pass., τί σεσίγηται δόμος; why is the house hushed? Eur.
II. trans. to hold silent, to keep secret, Hdt., Aesch., etc.:—Pass. to be kept silent or secret, Lat. taceri, Hdt., Eur., etc.; ἐσιγήθη σιωπή silence was kept, Eur.
Chinese
原文音譯:sig£w 西瓜哦
詞類次數:動詞(9)
原文字根:使靜默 相當於: (דָּמָה) (חָרַשׁ / חָרֵשׁ) (חָשָׁה)
字義溯源:閉口不言,不作聲,靜默無聲,隱藏不言,住了聲,安靜,閉口,不言,不題,平靜,封閉,無聲;源自(σιγή)=緘默),而 (σιγή)出自(Σιδώνιος)X*=發噓聲)。參讀 (ἀναπαύω)同義字
出現次數:總共(9);路(2);徒(3);羅(1);林前(3)
譯字彙編:
1) 當閉口(1) 林前14:34;
2) 他們⋯不題(1) 路9:36;
3) 他當⋯閉口(1) 林前14:28;
4) 就當閉口(1) 林前14:30;
5) 隱藏不言(1) 羅16:25;
6) 不要作聲(1) 徒12:17;
7) 靜默無聲(1) 徒15:12;
8) 住了聲(1) 徒15:13;
9) 就閉口無言了(1) 路20:26
Translations
Afrikaans: swyg; Albanian: shuj; Arabic: صَمَتَ, سَكَتَ; Armenian: լռել; Azerbaijani: susmaq; Belarusian: маўчаць; Bulgarian: мълча; Burmese: ဆိတ်; Chinese Mandarin: 緘默, 缄默, 沉默; Czech: mlčet; Danish: tie; Dutch: zwijgen; Estonian: vaikima; Faroese: tiga; Finnish: vaieta, olla hiljaa; French: se taire; Georgian: გაჩუმდება; German: schweigen, still sein; Gothic: 𐌸𐌰𐌷𐌰𐌽; Greek: σωπαίνω; Ancient Greek: σιγάω; Greenlandic: nipaappoq; Hebrew: שָׁתַק; Hindi: चुप्पी लगाना, चुप रहना, चुप लगाना; Hungarian: hallgat, csendben van, csendben marad; Icelandic: þegja; Irish: tost; Italian: tacere; Japanese: 黙る, 沈黙する; Kashubian: môłczec; Kazakh: үндемеу, сөйлемеу, айтпау; Korean: 조용히 하다, 침묵하다, 말하지 않다; Kyrgyz: унчукпоо, үндөбөө, сүйлөбөө; Lao: ນິ້ງ, ງຽບ; Latin: taceo; Latvian: klusēt; Lithuanian: tylėti; Macedonian: молчи, ќути; Middle English: swīen; Mongolian Cyrillic: чимээгүй суух, амаа үдэх; Norwegian Bokmål: tie; Old Church Slavonic Cyrillic: мльчати; Old East Slavic: мълчати; Old English: swīgian; Pashto: چوپېدل, خوله نيول, غلي کېدل, کمڼېدل; Persian: خاموش شدن, ساکت شدن; Polish: milczeć; Portuguese: calar-se; Romanian: a tăcea; Russian: молчать, безмолвствовать; Serbo-Croatian Cyrillic: мучати, ћутати, ћутјети; Roman: múčati, ćútati, ćútjeti; Slovak: mlčať; Slovene: molčati; Sorbian Lower Sorbian: mjelcaś; Upper Sorbian: mjelčeć; Spanish: callarse; Swedish: tiga, vara tyst; Tajik: хомӯш будан, сукут кардан, хомӯш шудан, сукут шудан; Tatar: дәшмәскә; Thai: นิ่ง, เงียบ, เงียบขรึม; Turkish: susmak; Ukrainian: мовчати; Uzbek: sukut qilmoq, jim turmoq; Vietnamese: im lặng, lặng thinh; Welsh: tewi; Yiddish: שווײַגן