βαρυβρώς

Revision as of 10:58, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. βρῶτος, gnawing, corroding, στόνος S.Ph.695(lyr.).

Spanish (DGE)

(βᾰρυβρώς) -ῶτος adj. gravemente devorador στόνος S.Ph.695.

German (Pape)

[Seite 433] στόνος, stark fressend, heftig quälend, Soph. Phil. 688.

French (Bailly abrégé)

ῶτος (ἡ, ὁ)
qui dévore cruellement.
Étymologie: βαρύς, βιβρώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρυβρώς -ῶτος βαρύς, βιβρώσκω zwaar vretend, knagend:. στόνος gesteun Soph. Ph. 695.

Russian (Dvoretsky)

βαρυβρώς: ῶτος adj. вызываемый гложущей болью (στόνος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρυβρώς: ὁ, ἡ, κατατρώγων, φθείρων, στόνος Σοφ. Φ, 695.

Greek Monolingual

βαρυβρώς (-ῶτος), ο, η (Α)
φρ. «βαρυβρὼς στόνος» — στεναγμός που κατατρώει τον άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -βρως < βιβρώσκω «τρώω» (πρβλ. αλιβρώς, ημιβρώς κ.ά.)].

Greek Monotonic

βᾰρῠβρώς: ὁ, ἡ (βι-βρώσκω), αυτός που κατατρώγει, φθείρει, διαβρώνει, οξειδώνει, σε Σοφ.

Middle Liddell

βιβρώσκω
gnawing, corroding, Soph.