ἀλετρεύω

Revision as of 10:59, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")

English (LSJ)

fut. -εύσω, Lyc.159, strengthened from ἀλέω, grind, Od.7.104, Hes.Fr. 264, A.R.4.1095, Babr.129.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
moler μύλης ἔπι μήλοπα καρπόν Od.7.104, cf. Hes.Fr.337, Nonn.D.20.242, χαλκόν A.R.4.1095, πέτραν Lyc.159, πυρόν Babr.129.5 (cj.).

German (Pape)

[Seite 93] mahlen, Hom. einmal, Od. 7, 104; übh. zermalmen, Ap. Rh. 4, 1094; Lycophr. 159.

French (Bailly abrégé)

moudre.
Étymologie: ἀλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλετρεύω ἀλέω malen.

Russian (Dvoretsky)

ἀλετρεύω: молоть, размалывать Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλετρεύω: μέλλ. -εύσω, ἐκτεταμένος τύπος ἐκ τοῦ ἀλέω = ἀλέθω, Ὀδ. Η. 104.

English (Autenrieth)

grind, Od. 7.104†.

Greek Monolingual

(I)
ἀλετρεύω (Α) ἀλετρίς
αλέθω.
(II)
οργώνω με αλέτρι, αλετρίζω, οργώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλέτρι ή απευθείας από το αρχ. ἀροτρεύω, με αφομοιωτική τροπή του -ο- σε -ε- και ανομοιωτική τροπή του -ρ- σε -λ-.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλετρευτής].

Greek Monotonic

ἀλετρεύω: μέλ. -εύσω (ἀλέω), αλέθω, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἀλέω
to grind, Od.