λειόω
English (LSJ)
A make smooth, Aq.Pr.28.23:— Pass., to be polished, be smoothed, Arist.Col.793a16, Heliod. ap. Orib.46.12.2.
II pound fine, triturate, Gal.UP11.8, PSI6.718.4 (iv/v A.D.):—Pass., Ruf. ap. Orib.8.47.4, Marc.Sid.83.
2 emulsify, levigate, κόμμι Critoap.Gal.13.36, cf. Ps.-Democr.Alch.p.55 B.
German (Pape)
[Seite 24] glatt machen, ebenen, Sp. Auch = sein zerreiben, zu Pulver, Medic.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
lisser, polir.
Étymologie: λεῖος.
Russian (Dvoretsky)
λειόω: делать гладким, pass. становиться гладким (τρίψει Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
λειόω: (λεῖος) κάμνω τι λεῖον, ὁμαλόν, Μάρκελλ. Σιδήτ. 83· λ. ἐπιγραφήν, ἐξαλείφω αὐτήν, Θεόδ. Στουδ. - Παθ., γίνομαι ὁμαλός, Ἀριστ. π. Χρωμ. 3, 4. ΙΙ. λειοτριβέω, εἰς λεπτὰ τρίβω, κοπανίζω, Ὀρειβάσ. 2. 230 Daremb., Θεοφρ. ἐν Νόνν., πρβλ. λεῖος ΙΙ.