βαρύχορδος

Revision as of 12:32, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, deep-toned, φθόγγος AP12.187 (Strat.).

Spanish (DGE)

(βᾰρύχορδος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de tonos graves φθόγγος AP 12.187 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 435] φθόγγος, tiefklingend, Strat. 29 (XII, 187).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux sons graves.
Étymologie: βαρύς, χορδή.

Russian (Dvoretsky)

βαρύχορδος: низко звучащий, низкий (φθόγγος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύχορδος: -ον, ὁ βαρὺν τόνον ἔχων, βαρέως ἠχούσας τὰς χορδὰς ἔχων, φθόγγος Ἀνθ.Π.12.187.

Greek Monolingual

βαρύχορδος, -ον (Α)
με βαθύ, χαμηλό ήχο.

Greek Monotonic

βᾰρύχορδος: -ον (χορδή), αυτός που έχει βαρύ τόνο στις χορδές, σε Ανθ.

Middle Liddell

χορδή
deep-toned, Anth.