εὐκλήρημα

Revision as of 13:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ατος, τό, a piece of good fortune, Antiph.317, Teles p.26 H., D.S.18.13, Str.5.3.7. (εὐκλήρωμα is f.l. in AB77.)

German (Pape)

[Seite 1075] τό, das gute Loos, Glück, Teles Stob. fl. 40, 8; Strab. 5, 3, 7; D. Sic. 18, 13.

Russian (Dvoretsky)

εὐκλήρημα: ατος τό счастливый удел, удача Diod.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκλήρημα: τό, καλὴ τύχη, εὐτύχημα, κατόρθωμα, Ἀντιφάνης ἐν Ἀδώνιδι» 1, Διοδ. 18. 13.

Greek Monolingual

εὐκλήρημα, τὸ (Α)
ευκληρώ
1. αγαθός κλήρος, καλή μοίρα, καλή τύχη
2. ευτύχημα, κατόρθωμα.