λοχίτης

Revision as of 14:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,
A one of the same λόχος or company, fellow-soldier, comrade, warrior, man at arms A.Ag. 1650, X. Cyr.2.2.7, etc.; ξὺν λοχίταις εἴτε καὶ μονοστιβῆ; with attendants or alone? A.Ch.768; πολλοὺς ἔχων ἄνδρας λοχίτας S. OT751:— fem. λοχῖτις ἐκκλησία, = centuriate assembly, Lat. comitia centuriata, D.H.4.20, App.BC 3.30, etc.
II one who lies in wait, Hsch., Suid. (leg. λοχητής).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui fait partie d'une troupe, particul. d'une compagnie, soldat.
Étymologie: λόχος.

Russian (Dvoretsky)

λοχίτης: ου (ῑ) ὁ солдат лоха, боец, воин Aesch., Soph., Xen.

Greek (Liddell-Scott)

λοχίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (λόχος) ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ λόχου ἢ στρατιωτικοῦ σώματος, συστρατιώτης, σύντροφος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1650, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 7, κτλ.· ξὺν λοχίταις εἴτε καὶ μονοστιβῆ; μὲ στρατιῶτας ἢ μόνος; Αἰσχύλ. Χο. 768· πολλοὺς ἔχων λοχίτας Σοφ. Ο. Τ. 751· ― θηλ. λοχῖτις ἐκκλησία, ἴδε ἐν λέξ. λόχος Ι. 3. ε. ΙΙ. ὁ ἐνεδρεύων, Εὐστ. Πονημ. 272. 14.

Greek Monolingual

λοχίτης, -ου, θηλ. λοχῑτις (AM) λόχος
αυτός που ενεδρεύει («καί τις ἐκεῑθεν ὁδοιπορῶν ἀπέριττος ἄνθρωπος περιπεσέτω τοῖς λοχίταις», Ευστ.)
αρχ.
1. αυτός που είναι από τον ίδιο λόχο με άλλον, συστρατιώτης («εἰ ξὺν λοχίταις, εἴτε καὶ μονοστιβῆ», Αισχύλ.)
2. απλός στρατιώτης, οπλίτης
3. το θηλ. ἡ λοχῑτις (ενν. ἐκκλησία)
η μεγάλη συνέλευση τών Ρωμαίων κατά την οποία ψήφιζαν κατά λόχους για την εκλογή αρχών, για πόλεμο, για ειρήνη ή για άλλα σπουδαία θέματα, όπως λ.χ. για επιβολή θανατικής ποινής.

Greek Monotonic

λοχίτης: [ῑ], -ου, ὁ (λόχος), στρατιώτης από τον ίδιο λόχο ή στρατιωτικό σώμα, συστρατιώτης, συμπολεμιστής, συμμαχητής, σε Αισχύλ., Ξεν.

Middle Liddell

λοχῑ́της, ου, ὁ, λόχος
one of the same company, a fellow-soldier, comrade, Aesch., Xen.

English (Woodhouse)

companion in arms, fellow-soldier