λυσσάς
English (LSJ)
άδος, ἡ, raging mad, Tim.Fr.3, APl.4.289; λ. μοίρᾳ E.HF1024 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
furieuse.
Étymologie: λύσσα.
Russian (Dvoretsky)
λυσσάς: άδος (ᾰδ) adj. f беснующаяся, неистовая, яростная: λυσσάδι μοίρᾳ Eur. в припадке бешенства.
Greek (Liddell-Scott)
λυσσάς: ἡ, λυσσώδης, μανιώδης, λυσσασμένη, Τιμόθ. 1 Bgk., Ἀνθ. Πλαν. 289· λ. μοίρᾳ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1024.
Greek Monolingual
λυσσάς, -άδος, ἡ (Α)
μανιώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. -άς, άδος (πρβλ. μαιν-άς)].