μοιράδιος

Revision as of 14:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

= μοιρίδιος (q.v.).

German (Pape)

[Seite 198] v.l. für μοιρίδιος bei Soph. O. C.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. μοιρίδιος.
Étymologie: μοῖρα.

Russian (Dvoretsky)

μοιράδιος: (ᾰ) Soph. v.l. = μοιρίδιος.

Greek (Liddell-Scott)

μοιράδιος: μοιρίδιος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

μοιράδιος, -ον, θηλ. και -α (Α) μοίρα
μοιρίδιος.