νηυσιπέρητος

Revision as of 14:52, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, v. ναυσιπέρατος.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ναυσιπέρατος.

Russian (Dvoretsky)

νηυσιπέρητος: ион. = ναυσιπέρατος.

Greek (Liddell-Scott)

νηυσιπέρητος: -ον, ἴδε ναυσιπέρατος.

Greek Monolingual

νηυσιπέρητος, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. ναυσιπέρατος.

Greek Monotonic

νηυσιπέρητος: -ον, βλ. ναυσιπέρατος.

Middle Liddell

νηυσιπέρητος, ον, [v. ναυσιπέρατος.]