νεόδροπος

Revision as of 14:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, = νεόδρεπτος, κλάδοι A.Supp.354.

German (Pape)

[Seite 241] = νεόδρεπτος, κλάδοι, Aesch. Suppl. 349.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. νεόδρεπτος.

Russian (Dvoretsky)

νεόδροπος: Aesch. = νεόδρεπτος.

Greek (Liddell-Scott)

νεόδροπος: -ον, = νεόδρεπτος, κλάδοι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 354.

Greek Monolingual

νεόδροπος, -ον (Α)
νεόδρεπτος («κλάδοισι νεοδρόποις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -δροπος (< δρέπω «κόβω»), πρβλ. μονό-δροπος, ωμό-δροπος].

English (Woodhouse)

newly gathered, newly plucked