παίγνιος

Revision as of 15:06, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, playful, εὐστοχίη AP7.12.212 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 438] scherzhaft, zu Spiel u. Zeitvertreib dienend, καρύων παίγνιος εὐστοχίη, Strat. 54 (XII, 212).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se fait par jeu.
Étymologie: παίζω.

Russian (Dvoretsky)

παίγνιος: служащий для забавы, увеселительный (εὐστοχίη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

παίγνιος: -ον, παιγνιώδης, ἀστεῖος, Ἀνθ. Π. 12. 212.

Greek Monolingual

παίγνιος, -ον (Α) παίγνιον
παιγνιώδης, αστείος.

Greek Monotonic

παίγνιος: -ον (παίζω), διασκεδαστικός, κωμικός, σε Ανθ.

Middle Liddell

παίγνιος, ον, παίζω
sportive, droll, Anth.