σοφόνοος

Revision as of 15:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, contr. σοφόνους, ουν, wise-minded, Luc.Rh.Pr.17.

German (Pape)

[Seite 915] zsgzgn σοφόνους, weises Sinnes, Luc. rhet. praec. 17.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
d'un esprit sage.
Étymologie: σοφός, νόος.

Russian (Dvoretsky)

σοφόνοος: стяж. σοφόνους 2 мудрый Luc.

Greek (Liddell-Scott)

σοφόνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἔχων σοφὸν νοῦν, ἐχέφρων, νουνεχής, Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 17.

Greek Monotonic

σοφόνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, ευφυής, εχέφρων, συνετός, μυαλωμένος, οξύνους, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σοφόνοος -οον, contr. σοφόνους -ουν [σοφός, νοῦς] wijs van geest.