ταλαός
English (LSJ)
ή, όν, (Τλάω) = τλήμων, Ar.Av.687 (anap.), Q.S.1.759.
German (Pape)
[Seite 1065] = τλήμων, Ar. Av. 687.
Russian (Dvoretsky)
τᾰλᾰός: горемычный, несчастный (βροτοί Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
τλήμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μτγν. πιθ. τ., ο οποίος χρησιμοποιείται αντί του ταλακάρδιος και έχει σχηματιστεί από το θ. ταλα- (βλ. λ. τάλας) κατ' επίδραση του ταναός].
Greek Monotonic
Middle Liddell
Frisk Etymology German
ταλαός: {talaós}
Meaning: ausdauernd, ertragend, unglücklich (Ar. Av 687 [anap.], Q. S.)
Etymology: Bildung wie ταναός u.a. (Schwyzer 472f.), vielleicht nur Kürzung von ταλακάρδιος u.a.
Page 2,848