τετράμορφος
English (LSJ)
ον, four-shaped, fourfold, ὧραι τ. the four changing seasons, E.Fr.943; of Janus, Lyd.Mens.4.1.
German (Pape)
[Seite 1098] viergestaltig, von vierfacher Gestalt, Eur. frg. inc. 120.
Russian (Dvoretsky)
τετράμορφος: (ᾰ) четырехобразный, имеющий четыре различных характера (ὧραι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
τετράμορφος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας μορφάς, τετραπλοῦς, αἱ τέσσαρες μεταβαλλόμεναι ὧραι τοῦ ἐνιαυτοῦ, Εὐριπ. ἐν Ἀδήλ. 120.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τέσσερεις μορφές («τετράμορφοι ὧραι» — οι τέσσερεις μεταβαλλόμενες εποχές του έτους, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. πεντά-μορφος].