ἀνέλλην

Revision as of 17:28, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ηνος, ὁ, ἡ, un-Greek, outlandish, ὅμιλον ἀνέλληνα στόλον A.Supp.234 (ἀνελληνόστολον Bothe).

German (Pape)

[Seite 222] ηνος, ungriechisch, στόλος Aesch. Suppl. 231.

French (Bailly abrégé)

ηνος (ὁ, ἡ)
non grec, barbare.
Étymologie: , Ἕλλην.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέλλην: ηνος adj. негреческий (στόλος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέλλην: ὁ, ἡ, ὁ μὴ Ἕλλην, ξένος· ὅμιλον ἀνέλληνα στόλον Αἰσχύλ. Ἱκ. 234· ἀλλ’ ὁ Βόθιος διώρθωσε ἀνελληνόστολον μετὰ ἱματισμοῦ μὴ Ἑλληνικοῦ.

Greek Monolingual

ἀνέλλην, ο, η (Α)
μη Έλληνας, μη ελληνικός, ξένος.