ἀνδραγαθέω

Revision as of 17:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

pf. ἠνδραγάθηκα D.S.11.25: aor. -ησα Plb.6.39.2: (ἀνήρ, ἀγαθός):—later form of ἀνδραγαθίζομαι, behave in a manly, upright manner, Id.1.45.3, al., SIG785.14 (Chios), BGU1207.11 (i B.C.), Onos.34.2:—Pass., ἠνδραγαθημένα, opp. ἡμαρτημένα, Plu.Fab. 20.

Spanish (DGE)

1 en cont. milit. y políticos realizar hazañas gloriosas, comportarse valerosamente c. ac. de conten. ὅσα τε πολεμῶν κατὰ τὴν ἐμὴν ... συμμαχίαν ἠνδραγάθησε I.AI 2.214, τοῖς ἀνδραγαθοῦσιν ... μεγάλας ἐδίδου δωρέας Polyaen.8.24.5, καὶ πολλὰ παρὰ τῇ πατρίδι ἠνδραγαθηκότος Sardis 8.103, en v. med. mismo sent. ὅτι ἔδοξέ τι καθ' ἑαυτὸν ἠνδραγαθῆσθαι D.C.49.21.1
c. ὑπέρ y gen. τοῖς ὑπὲρ τοῦ Ιουδαϊσμοῦ φιλοτίμως ἀνδραγαθήσασιν LXX 2Ma.2.21
abs. Plb.1.45.3, 6.39.2, D.S.11.25, LXX 1Ma.5.61, Plu.2.221b, part. pas. subst. τὰ ἠνδραγαθημένα comportamiento valeroso Plu.Fab.20.
2 en gener. abs. comportarse como hombre de bien, con rectitud ἠνδραγαθηκότων ἡμῶν habiéndonos portado muy bien, PTeb.786.4 (III a.C.), cf. BGU 1205.13 (I a.C.), POxy.291.8 (I d.C.), SEG 22.507 (Quíos I d.C.).
3 imperat. ἀνδραγάθησον por favor, POxy.3011.10 (III d.C.).

German (Pape)

[Seite 216] braver Mann sein, tapfer sein, Polyb. 14, 5; sonst oft im aor. I., z. B. 3, 71; ebenso Dion. Hal. 7, 6 und Plut., der τὰ ἠνδραγαθημένα. brave Thaten, den ἡμαρτημένα entgegensetzt; ἠνδραγαθηκέναι Aesop. 14.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἠνδραγάθησα;
agir en homme de bien ou de cœur.
Étymologie: ἀνήρ, ἀγαθός.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρᾰγᾰθέω: быть мужественным и благородным человеком, поступать доблестно Aesop., Polyb., Diod.; τὰ ἠνδραγαθημένα Plut. доблестные дела, подвиги.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρᾰγᾰθέω: μέλλ. -ήσω Διόδ. Σ.: πρκμ. ἠνδραγάθηκα ὁ αὐτ.: ἀόρ. -ησα Πολύβ. (ἀνὴρ-ἀγαθός): - μεταγεν. τύπος τοῦ ἀνδραγαθίζομαι Πολύβ. 1. 45, 3, καὶ ἀλλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 2222. 14: - Παθ., ἠνδραγαθημένα ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἡμαρτημένα Πλουτ. Φάβ. 20.

Greek Monotonic

ἀνδρᾰγᾰθέω: μέλ. -ήσω = ἀνδραγαθίζομαι — Παθ., ἠνδραγαθημένα, γενναία κατορθώματα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἀνδραγαθίζομαι
= ἀνδραγαθίζομαι:— Pass., ἠνδραγαθημένα = brave deeds, Plut.