ἀποπιέζω

Revision as of 18:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

A squeeze out, τὸ αἷμα ἐκ . . Arist.Pr.889b28. II squeeze tight, Hp.Aph.5.46, al.; press outwards or away from a spot, Id.Fract. 30:—Pass., ὅταν[οἱ πόδες]ἀποπιεσθῶσιν ἀπὸ καθέδρας Thphr.Fr. 11:—also ἀπο-πῐάζω, LXXJd.6.38, Archig. ap. Orib.8.1.21.

Spanish (DGE)

oprimir, comprimir τὸ ἐπίπλοον τὸ στόμα τῶν ὑστερέων ἀποπιέζει Hp.Aph.5.46, cf. Nat.Mul.20, Steril.229, ἐν ἀσκῷ ὕδωρ Hp.Nat.Puer.25.3, en v. pas. εἴ τι καὶ ἀποπιέζοιτο si se produjera alguna opresión Hp.Fract.30, ὅταν ἀποπιεσθῶσιν ἀπὸ καθέδρας cuando (piernas y muslos) resultan comprimidos a causa de estar sentado (largo tiempo), Thphr.Fr.11
machacar, exprimir τοῦτο (ἰσχάδα) Hp.Nat.Mul.109
εἴς τι oprimir contra, presionar hacia (τὸν γαργαρεῶνα) ἄνω εἰς τὴν ὑπερώην Hp.Morb.2.29, τροφὴν ... ἐς τὰ ἄνω Hp.Gland.16, en v. pas. αἷμα ἀποπιεχθὲν εἰς τὰς κνήμας Hp.Virg.1
τὸ αἷμα ἐκ τοῦ μέσου Arist.Pr.889b28
abs. hacer presión, apretar Hp.Acut.(Sp.) 62, tb. en v. med., Gal.11.148.

German (Pape)

[Seite 319] auspressen, Hippocr. Theophr.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπιέζω: выжимать, выдавливать (τὸ αἷμα ἐκ του μέσου Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπιέζω: μέλλ. -έσω, ἐκθλίζω, ἀποπιεζόμενος ὁ χυλὸς ἐξ ἐνίων ῥεῖ Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 6. 7, 3, ὅτι ἀποπιέζει τὸ αἷμα ἐκ τοῦ μέσου Ἀριστ. Πρβλ. 9. 3. ΙΙ. πιέζω ἰσχυρῶς, πλακώνω, Ἱππ. Ἀφ. 1254, κ. ἀλλ. - Παθ., πιέζομαι, πλακώνομαι, διὰ τοῦτο γὰρ καὶ ἡ νάρκη γίνεται ἐν τοῖς ποσὶν ... ὅταν ἀποπιεσθῶσιν ἀπὸ καθέδρας ἢ ἄλλῳ τινὶ τρόπῳ Θεοφρ. Ἀποσπ. 11. - ὡσαύτως -πιάζω, Ἀρχιγ. ἐν Matth. Med. 155.

Greek Monolingual

(AM ἀποπιέζω)
νεοελλ.
1. πιέζω κάτι για να βγάλω τον χυμό του, στείβω
2. (ως παθ.) πλακώνομαι
αρχ.
πιέζω δυνατά.