ἐξοικήσιμος

Revision as of 19:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, habitable, inhabited, S. OC27.

German (Pape)

[Seite 885] bewohnbar, τόπος Soph. O. C. 27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
habitable.
Étymologie: ἐξοικέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξοικήσιμος: обитаемый, населенный (τόπος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοικήσιμος: -ον, κατοικήσιμος, Σοφ. Ο. Κ. 27.

Greek Monolingual

ἐξοικήσιμος, -ον (Α) εξοίκηση
κατοικήσιμος.

Greek Monotonic

ἐξοικήσιμος: -ον, κατοικήσιμος, κατοικημένος, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἐξοικήσιμος, ον [from ἐξοικέω
habitable, inhabited, Soph.