ἑπομένως

Revision as of 20:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

Adv. pres. part. of ἕπομαι, A in a secondary manner, opp. πρώτως, Arist.Metaph.1030a22, cf. Plu.2.569e: opp. προηγουμένως, Hierocl.in CA3p.424M. II in accordance with, τῷ νόμῳ Pl.Lg. 844e, cf. Arist.de An.405a3; τῷ τῆς ἀκολουθίας εἱρμῷ Ph.2.194. III next in order, Arist.GA736b13, Plb.4.1.7, Ph.1.560.

German (Pape)

[Seite 1007] folgend, in der Folge, dem πρώτως entsprechend, Arist. Met. 7, 4; – c. dat., zufolge, gemäß, τῷ νόμῳ Plat. Legg. VIII, 844 e; Arist. de anim. 1, 2; Pol. 4, 1, 7.

Russian (Dvoretsky)

ἑπομένως:
1) производным образом, вторично (πρῶτον μὲν …, ἑ. δέ Arst.);
2) следуя, соответственно (τῷ νόμῳ Plat.; τινὶ λέγεσθαι Arst.; τούτοις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑπομένως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ ἕπομαι, κατόπιν, μετὰ ταῦτα, ἀντιθ. πρὸς τὸ πρώτως, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 4, 13. ΙΙ. συμφώνως πρός τι, τινὶ Πλάτ. 844Ε, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 1. 2, 14.

Greek Monolingual

(AM ἑπομένως)
επίρ. βλ. έπομαι.