ἑπομένως
English (LSJ)
Adv. pres. part. of ἕπομαι, A in a secondary manner, opp. πρώτως, Arist.Metaph.1030a22, cf. Plu.2.569e: opp. προηγουμένως, Hierocl.in CA3p.424M. II in accordance with, τῷ νόμῳ Pl.Lg. 844e, cf. Arist.de An.405a3; τῷ τῆς ἀκολουθίας εἱρμῷ Ph.2.194. III next in order, Arist.GA736b13, Plb.4.1.7, Ph.1.560.
German (Pape)
[Seite 1007] folgend, in der Folge, dem πρώτως entsprechend, Arist. Met. 7, 4; – c. dat., zufolge, gemäß, τῷ νόμῳ Plat. Legg. VIII, 844 e; Arist. de anim. 1, 2; Pol. 4, 1, 7.
Russian (Dvoretsky)
ἑπομένως:
1) производным образом, вторично (πρῶτον μὲν …, ἑ. δέ Arst.);
2) следуя, соответственно (τῷ νόμῳ Plat.; τινὶ λέγεσθαι Arst.; τούτοις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑπομένως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ ἕπομαι, κατόπιν, μετὰ ταῦτα, ἀντιθ. πρὸς τὸ πρώτως, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 4, 13. ΙΙ. συμφώνως πρός τι, τινὶ Πλάτ. 844Ε, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 1. 2, 14.