ὀξέως
French (Bailly abrégé)
adv.
1 avec finesse ou acuité (voir, comprendre, etc.);
2 rapidement;
Cp. ὀξυτέρως, Sp. ὀξύτατα.
Étymologie: ὀξύς.
Russian (Dvoretsky)
ὀξέως:
1) быстро, скоро (τὰ παραγγελλόμενα δέχεσθαι Thuc.);
2) зорко (ὁρᾶν Plut.);
3) чутко, тонко (αἰσθάνεσθαι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀξέως: Ἐπίρρ. ἴδε ὀξὺς V.
Greek Monotonic
ὀξέως: επίρρ. του ὀξύς.