ἱκετήσιος

Revision as of 21:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

α, ον, epithet of Zeus,= ἱκέσιος, 13.213. II suppliant, Nonn. D.36.379.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
protecteur des suppliants.
Étymologie: ἱκέτης.

Russian (Dvoretsky)

ἱκετήσιος: (ῐκ) охраняющий ищущих защиты, заступник просящих убежища (Ζεύς Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱκετήσιος: ῐ, α, ον, ἐπίθετ. τοῦ Διὸς ὡς θεοῦ προστάτου τῶν ἱκετῶν, Ὀδ. Ν. 213. ΙΙ. ὡς τὸ ἱκέσιος, Νόνν. Δ. 36. 379.

English (Autenrieth)

of suppliants, protector of suppliants, epithet of Zeus, Od. 13.213†.

Greek Monolingual

ἱκετήσιος, -ία, -ον (Α)
1. (ως επίθ. του Διός) Ἱκετήσιος
ο προστάτης τών ικετών
2. το αρσ. ως ουσ.ἱκετήσιος
ο ικέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + κατάλ. -ησιος (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος)].

Greek Monotonic

ἱκετήσιος: [ῐ], -α, -ον, επίθ. του Δία, προστάτης θεός των ικετών, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἱ˘κετήσιος, η, ον
epithet of Zeus, as tutelary god of suppliants, Od.