ὑποχάζομαι

Revision as of 22:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

aor. -κεκαδόμην (v. infr.):—give way before some one, ὑπὸ δὲ Τρῶες κεκάδοντο Il.4.497; καί οἱ . . Ζεὺς . . ὑποχάζεται A.R. 1.1101.

French (Bailly abrégé)

céder la place, céder devant, τινι.
Étymologie: ὑπό, χάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑποχάζομαι: (aor. ὑποκεκαδόμην) несколько отступать, подаваться назад (Hom. - in tmesi).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχάζομαι: ἀόρ. -κεκαδόμην ἀποθ., ὑποχωρῶ, ἀποσύρομαι, κοινῶς «τραβιοῦμαι ’πίσω», ὑπὸ δὲ Τρῶες κεκάδοντο, «ὑπεσκεδάσθησαν» (Θ. Γαζῆ), Ἰλ. Δ. 498· καί οἱ (δηλ. τῃ μητρὶ τῶν θεῶν) Ζεὺς ὑποχάζεται Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1101.

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) αποσύρομαι, υποχωρώ βαθμιαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χάζομαι «υποχωρώ, οπισθοχωρώ»].

Greek Monotonic

ὑποχάζομαι: Επικ. αόρ. βʹ -κεκαδόμην· αποθ., αποσύρομαι, υποχωρώ τμηματικά ή λιγάκι, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

epic aor2 -κεκαδόμην
Dep.:— to give way gradually or a little, Il.