ἀνάρτησις

Revision as of 16:25, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")

English (LSJ)

εως, ἡ,
A suspension, Thphr.Lass.10, Sor.2.85; crucifixion, Suid.: metaph., ἡ κατὰ τὴν ὑπόστασιν ἀνάρτησις Aristid.Rh.1p.480S.; ἡ εἰς νοῦν ἀνάρτησις Procl.Inst.202.
2 metaph., suspension = withholding, χορηγίας ἄρτων Just.Nov. 88 tit.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I 1suspensión τῶν ποδῶν Sor.149.13
conexión ref. a las piernas ἡ ἀνάρτησις ποιεῖ συμπάθειαν τῶν νεύρων καὶ φλεβῶν Thphr.Lass.10.
2 crucifixión Sud.
3 fig. dependencia ἀκολουθεῖ γὰρ τῇ κατὰ τὴν ὑπόστασιν ἀναρτήσει ... ἄλλο ἐπαχθῆναι νόημα sigue a la dependencia creada por la hipóstasis (figura ret. de ampliación) que sea inducida otra idea Aristid.Rh.1.480, εἰς νοῦν ἀνάρτησις Procl.Inst.202.
II suspensión, corte χορηγίας ἄρτων Iust.Nou.88 tít.

German (Pape)

[Seite 206] ἡ, das Verbindlichmachen, Verbindlichkeit.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάρτησις: -εως, ἡ, ἀνακρέμασις, «ὅτι ἡ ἀνάρτησις ποιεῖ συμπάθειαν τῶν νεύρων καὶ φλεβῶν» Θεοφρ. Ἀποσπ. 7. 10. - βασανιστήριον, «ἀναρτήσεις τοῦ ἀθλίου» Εὐστ., «ἡ ἐπὶ ξύλου καθήλωσις» Σουΐδ.